ἄκριτος

ἄκριτος
ἄ-κριτος (κρίνω): unseparated, undecided, confused, endless; τύμβος (undistinguished, i. e. common to many dead), νείκεα, ἄχεα, μῦθοι.—Adv., ἄκριτον, ‘unceasingly.’

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἄκριτος — undistinguishable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… …   Dictionary of Greek

  • άκριτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει κρίση: Αυτά είναι λόγια άκριτα. 2. αυτός που δεν κρίθηκε, δεν αποφασίστηκε: Ο αγώνας έμεινε άκριτος. 3. αυτός που δε δικάστηκε: Βρίσκεται στη φυλακή άκριτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκριτώτερον — ἄκριτος undistinguishable masc acc comp sg ἄκριτος undistinguishable neut nom/voc/acc comp sg ἄκριτος undistinguishable adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρίτως — ἄκριτος undistinguishable adverbial ἄκριτος undistinguishable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκριτον — ἄκριτος undistinguishable masc/fem acc sg ἄκριτος undistinguishable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκριτώτεροι — ἄκριτος undistinguishable masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρίτοις — ἄκριτος undistinguishable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρίτοισι — ἄκριτος undistinguishable masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρίτου — ἄκριτος undistinguishable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρίτους — ἄκριτος undistinguishable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”